- ολοσπάς
- ὁλοσπάς, -άδος, ἡ (Α)αυτή που τήν κατάπιε εντελώς κάποιος με μια γουλιά, με μια ρουφηξιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)-* + -σπάς, -άδος (< σπῶ), πρβλ. νεο-σπάς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὁλοσπάδες — ὁλοσπάς drunk all at one draught fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) … Dictionary of Greek